-
1 ископаемые
мн. τα ορυκτάполезные - τα ορυκτά, τα μεταλλεύματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ископаемые
-
2 порода
1. горн. το πέτρωμαосадочные горные - ы (геол.) ιζηματογενή - τα2. зоол. το είδος, η ράτσα (ξεν),το γένος 3. бот. η ποικιλίαдревесная - τηςξυλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порода
-
3 ископаемые
-
4 минеральный
1. (являющийся минералом, состоящий из минералов) ορυκτός 2. (содержащий минералы) μεταλλικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > минеральный
-
5 обессеребрение
1. (свинцовых руд) η εξαγωγή ασημιού/αργύρου (από ορυκτά ψευδαργύρου) 2. (сплавов) η απαργύρωση (των κραμμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обессеребрение
-
6 окатывание
(приготовление окатышей из концентрата руды) η κατασκευή κονδύλων από συμπυκνωμένα ορυκτά-ть (приготовлять окатыши из концентрата руды) κατασκευάζω κονδύλους από συμπύκνωμα ορυκτώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окатывание
-
7 ископаемый
ископаем||ыйприл1. (добываемый из недр земли) ὁρυκτός·2. геол. ἀπολιθωμένος:\ископаемыйые растения τά ἀπολιθωμένα φυτά· \ископаемыйое животное τά ἀπολιθωμένα ζῶα·3. \ископаемыйые мн.:(полезные) ископаемые τά ὁρυκτά τά μεταλλεύματα (руда). -
8 удобрение
удобрени||ес с.-х.1. (действие) ἡ λί-πανση [-ις]/ ἡ κόπριση [-ις], τό κόπρισμα γής (навозом)·2. (вещество) τό λίπασμα:азотные \удобрениея τα ἀζωτοῦχα λιπάσματα· минеральные \удобрениея τά ὁρυκτά λιπάσματα· химические \удобрениея τά χημικά λιπάσματα у -
9 выход
-а α.1. έξοδος•выход из дому έξοδος από το σπίτι,• выход кораблей на море απόπλους των πλοίων.
2. έκδοση•выход книги в свет έκδοση του βιβλιου,
3. εμφάνιση στη σκηνή.4. θύρα εξόδου•запасной выход έξοδος κινδύνου.
|| μτφ. απαλλαγή•выход из трудного положения έξοδος από δύσκολη κατάσταση.
5. εξαγωγή•выход масла из подсолнечных семян εξαγωγή λαδιού από ηλιόσπορο.
6. (για ορυκτά) έξοδος, εμφάνιση στην επιφάνεια.εκφρ.дать выход чувству, гневу – κ.τ.τ. αφήνω να ξεσπάσει το αίσθημα, ο θυμός•знать все входы и -ы – ξέρω όλες τις τρύπες (τα αρμόδια γραφεία)•на -е – κ. на -ах στα βουβά, στους βουβούς ρόλους•дать выход – δίνω τη δυνατότητα να εμφανιστεί. -
10 зарубить
-ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зарубленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.1. φονεύω με τσεκούρι ή με σπαθί.2. εγκόπτω, εντέμνω, εγχαράσσω• σημαδεύω.3. (για ορυκτά) υποσκάπτω.εκφρ.зарубить на носу ή на лбу ή в памяти – το βάζω καλά στο μυαλό μου, το χάραζω καλά στη μνήμη μου.(απλ.) φονεύομαι, σκοτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.κόβομαι με το τσεκούρι. -
11 зарубка
-и θ.1. εγκοπή, εντομή• σημάδι.2. (για ορυκτά) υποσκαφή. -
12 неживой
επ.1. νεκρός, πεθαμένος, άψυχος, άπνοος•младенец родился неживой το βρέφος γεννήθηκε νεκρό.
2. άψυχος, η μη οργανική φύση• τα ορυκτά.3. άτονος, ξέψυχος, -ησμένος•неживой голос ξεψυχισμένη φωνή.
4. μτφ. θαμπός, μουντός•неживой цвет ξεψυχισμένο (μη ζωηρό) χρώμα.
-
13 нерудный
επ.αμέταλλος•-ые ископаемые αμέταλλα ορυκτά (άμμος, χώμα κλπ.).
-
14 отсадка
-и θ.1. ξεχώρισμα των μικρών ζώων.2. ξεχωριστό φύτευμα• μεταφύτευση.3. (για ορυκτά) καθάρισμα με εξακόντιση υγρού ή αέρα. -
15 поддир
-а α.είδος σφήνας (για ορυκτά). -
16 пробуривать
-
17 рудный
επ.ορυκτός, μεταλλευτικός•рудныйые месторождения μεταλλευτικά κοιτάσματα•-ые ископаемые ορυκτά, μεταλλεύματα.
-
18 склерометр
-а α.σκληρόμετρο (για μέταλλα, ορυκτά).
См. также в других словарях:
ὀρυκτά — ὀρυκτά̱ , ὀρυκτή fem nom/voc/acc dual ὀρυκτά̱ , ὀρυκτή fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀρυκτός dug neut nom/voc/acc pl ὀρυκτά̱ , ὀρυκτός dug fem nom/voc/acc dual ὀρυκτά̱ , ὀρυκτός dug fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμορφα ορυκτά — Ορυκτά που η εσωτερική δομή της ύλης τους είναι ακανόνιστη, δηλαδή τα μόριά τους διατάσσονται χωρίς μια ορισμένη σειρά, και δεν σχηματίζουν κρυστάλλους. Τα ορυκτά αυτά μπορούν να προέλθουν είτε από ηφαιστειακή δράση είτε από τη διαβρωτική δράση… … Dictionary of Greek
θειικά ορυκτά — Βλ. λ. ορυκτολογία … Dictionary of Greek
πυριτικά ορυκτά — Αποτελούνται από πυριτικά άλατα (πυρίτιο) με πολύπλοκη δομή, της οποίας η διερεύνηση επιτυγχάνεται μόνο με τη χρησιμοποίηση ακτίνων X. Η βασική μονάδα της δομής τους είναι το τετράεδρο SiO4, που έχει τέσσερις ηλεκτροαρνητικές μονάδες σθένους. Η… … Dictionary of Greek
αμφίβολοι — Ορυκτά τα οποία ορίζονται χημικά πυριτικά άλατα ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Ο τύπος των απλούστερων α. είναι (Mg,Fe) SiO3 και στους πιο σύνθετους το μαγνήσιο και το σίδηρο μπορούν να αντικατασταθούν από το αργίλιο, το ασβέστιο και το νάτριο … Dictionary of Greek
ὀρυκτάς — ὀρυκτά̱ς , ὀρυκτή fem acc pl ὀρυκτά̱ς , ὀρυκτός dug fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύκτας — ὀρύκτᾱς , ὀρύκτης digger masc acc pl ὀρύκτᾱς , ὀρύκτης digger masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρίτες — Ορυκτά, ενώσεις του μολύβδου, του χαλκού και του αργύρου με θείο, σελήνιο και τελούριο. Οι λ. έχουν σκούρο σκοτεινό χρώμα, χαμηλή σκληρότητα (2 3 βαθμούς) και μεταλλική λάμψη … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
πετρώματα — Στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όλες οι ορυκτολογικές συγκεντρώσεις, που αποτελούν βασικά τμήματα της λιθόσφαιρας (γήινος φλοιός)· τα π. έχουν σχηματιστεί γενικά από τη συνένωση δύο ή περισσότερων διαφορετικών ορυκτών· υπάρχουν βέβαια και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… … Dictionary of Greek